- πρόσκλιση
- η / πρόσκλισις, -ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω]1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτινεοελλ.(κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός, υπόκλισηαρχ.1. στήριξη τών γονάτων στη γη, γονυκλισία2. φρ. «κατά πρόσκλισιν» — με ιδιαίτερη εύνοια, μεροληπτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.